αύτως
Greek Monolingual
αὔτως επίρρ. (Α)
1. με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, έτσι ακριβώς
2. έτσι δα, όχι καλύτερα
3. ακριβώς σαν
4. εντελώς
5. όπως προηγουμένως, όπως στην αρχή
6. ακλόνητα, σταθερά
7. μάταια, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Η διαφορά στον τονισμό μεταξύ αυτός και αύτως για λόγους αντιδιαστολής. Εξ άλλου δεν υπάρχει λόγος η σημασιολογική απόκλιση να οδηγήσει και σε ετυμολογική διάκριση μεταξύ των αύτως «ομοίως, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο» και αύτως «μάταια, με κουφότητα». Τέλος το επίρρ. αύτως καθώς και η αντων. αυτός συνδέεται με τα γοτθ. aups, aupeis, νέο άνω γερμ. ode κ.ά.].