αὐλάκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of αὖλαξ, little furrow, Sch.D.T.p.196H.

Spanish (DGE)

-ου, τό dim. de αὖλαξ surco pequeño Sch.D.T.196.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ αὖλαξ, Α. Β. 794.

Greek Monolingual

το (AM αὐλάκιον)
επίμηκες ρηχό όρυγμα στο έδαφος, φυσικό ή τεχνητό, για τη διοχέτευση του νερού
νεοελλ.
1. η αυλακιά σε αγρό ή κήπο
2. το αυλάκι του νερόμυλου
3. η διώρυγα της Κορίνθου («κάτω απ' τ' αυλάκι» — για την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της)
4. φρ. «μπήκε το νερό στ' αυλάκι» — για κάποιο πρόβλημα που πήρε τον δρόμο της επίλυσής του
5. μικρό, στενό λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύλαξ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αυλακάρης, αυλακιά, αυλακίστρα, αυλακώνω].