βαθυκτήμων

Greek (Liddell-Scott)

βαθυκτήμων: -ον, = βαθυκτέανος, Μανασσ. Χρον. 2606.

Greek Monolingual

βαθυκτήμων, -ον (Μ)
πολύ πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)].