βαρυμάνιος

English (LSJ)

Doric for βαρυμήνιος.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠμάνιος) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
de pesada cólera, Αἴας ὁ μέγας, β. ἥρως Theoc.15.138.

Russian (Dvoretsky)

βαρυμάνιος: дор. = *βαρυμήνιος.

Translations