βαρυπεσής
English (LSJ)
βαρυπεσές, heavy-falling, πούς A.Eu.369 (lyr.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tombe lourdement.
Étymologie: βαρύς, πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
βαρυπεσής: тяжело падающий, тяжелый (ποδός ἀκμά Aesch.).
βαρυπεσές, heavy-falling, πούς A.Eu.369 (lyr.).
ής, ές :
qui tombe lourdement.
Étymologie: βαρύς, πίπτω.
βαρυπεσής: тяжело падающий, тяжелый (ποδός ἀκμά Aesch.).