βαρύδικος
English (LSJ)
βαρύδικον, taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.
Spanish (DGE)
(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.
Russian (Dvoretsky)
βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.
Greek Monolingual
βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].
Greek Monotonic
βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.