βασανιστήριο

Greek Monolingual

και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) βασανίζω
αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
νεοελλ.
εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για την απόσπαση ομολογίας ή μαρτυρικών καταθέσεων
αρχ.
1. ο χώρος στον οποίο γίνονται βασανιστήρια
2. πληθ. τα όργανα με τα οποία γίνονται βασανιστήρια.