βεβαιώνω

Greek Monolingual

(AM βεβαιῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ
2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον
νεοελλ.
(-ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια
αρχ.
1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου
2. εκδηλώνω τον πραγματικό μου εαυτό, αποκαλύπτομαι
3. εγγυώμαι για το έγκυρο τίτλου ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βεβαιώνω < βεβαιώ (-όω) < βέβαιος.