Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βιαιοπραγία
Greek Monolingual
η κάθεεπίθεσηεναντίον προσώπου ή πράγματος με χρησιμοποίηση υλικής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ.<βίαιος+ -πραγία<πραγ-, πέπραγα, παρκμ. του πράττω (-σσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].