βιγλίζω

Greek Monolingual

βιγλίζω) βίγλα
1. είμαι σκοπός, φρουρώ
2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ
4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω
νεοελλ.
1. εποπτεύω, επιθεωρώ
2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια
3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.