Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Μ βιγλίζω) βίγλα1. είμαι σκοπός, φρουρώ2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζωνεοελλ.1. εποπτεύω, επιθεωρώ2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.