βίγλα

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

η (Μ βίγλα)
1. σκοπιά
2. φρουρά
νεοελλ.
1. σκοπός, φρουρός
2. ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilia «φυλακή» ή από το ρ. viglare < vigilare «αγρυπνώ»].