βίγλα
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
η (Μ βίγλα)
1. σκοπιά
2. φρουρά
νεοελλ.
1. σκοπός, φρουρός
2. ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilia «φυλακή» ή από το ρ. viglare < vigilare «αγρυπνώ»].