βουλαῖος
English (LSJ)
βουλαία, βουλαῖον, (βουλή)
A of the Boule, of the council, epithet of certain gods as having statues in the Council Chamber (Εστία βουλαία· ἡ ἐν τῇ βουλῇ ίδρυμένη, Harp.), τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν Aeschin.2.45; of Zeus and Athena, Antipho6.45, cf. IG3.272, SIG1011.6 (Chalcedon), Corn.ND9, Plu.2.789d; of Artemis, IG22.916,al.; Themis, Plu.2.802b; θεοὶ βουλαῖοι, name of thirty stars, D.S.2.30; of a man, θεῶν βουλαῖος ἀνάκτων = imperatorum divorum consiliarius, IG4.1475 (Epidaurus).
II Subst. βουλαία, ἡ, = βουλεία, Milet.7.71; but βουλαῖα· τὰ βεβουλευμένα, and βούλεον (sic)· βούλευμα, Hsch.
Spanish (DGE)
βουλαία, βουλαῖον
• Alolema(s): lesb. βόλλαος IG 12(2).68.8, 9, 14, 69a.3, 4 (ambas Mitilene II d.C.)
I consejero, del Consejo
1 epít. de ciertas divinidades cuya estatua estaba situada en el recinto del Consejo: de Hestia, Aeschin.2.45, Din.Fr.19.2, IEryth.201A.32 (III a.C.), explicado como ἡ ἐν τῇ βουλῇ ἱδρυμένη Harp.s.u. Βουλαία, de Zeus y Atenea, Antipho 6.45, IG 22.5054 (I d.C.), de Zeus IKalchedon 10.6 (III/II a.C.), IEryth.207.42 (II a.C.), Corn.ND 9, Plu.2.789d, Paus.1.3.5, de Ártemis Ath.Council.187.40 (II a.C.), de Temis, Plu.2.802b
•subst. ἡ Β. de Deméter εὔξαντο ... τῇ Βουλαίᾳ καὶ τῇ Κόρῃ Ael.Fr.10.
2 astr. θεοὶ βουλαῖοι = divinidades consejeras n. de treinta estrellas, D.S.2.30.
3 como cargo oficial de pers. consejero, miembro del Consejo θεῶν βουλαῖος ἀνάκτων equiv. al lat. imperatorum divorum consiliarius, IG 42.692.10 (Epidauro)
•οἱ βόλλαοι = los miembros del Consejo, IG ll.cc.
II subst. τὸ βουλαῖον = acuerdo, resolución βουλαῖα· τὰ βεβουλευμένα Hsch., cf. βούλεον· βούλευμα Hsch.
German (Pape)
[Seite 456] rathgebend, Ζεύς, Ἀθηνᾶ, Antiph. 6, 45; Ζεύς Plut. Rom. 14; Θέμις, Synes. u. Sp. auch von andern Göttern, wie Artemis, Inscr. 112; vgl. D. Sic. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
α, ου;
1 du conseil, du sénat;
2 qui conseille.
Étymologie: βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλαῖος βουλαία, βουλαῖον βουλή raadgevend. Plut. Rom. 14.3.
Russian (Dvoretsky)
βουλαῖος: подающий (благие) советы или покровительствующий (эпитет Зевса, Гестии и др.) Aeschin., Plut., Diod.
Greek Monolingual
βουλαῖος, -α, -ον (Α) βουλή
1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο)
2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῖος» — εκείνος που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών
3. (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.
Greek Monotonic
βουλαῖος: -α, -ον (βουλή), αυτός που ανήκει στη Βουλή, στο συμβούλιο· Ἑστίαβουλαία, όνομα της Θεάς Εστίας που είχε άγαλμα μέσα στο Βουλευτήριο, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
βουλαῖος: -α, -ον, (βουλὴ) ἀνήκων εἰς τὴν βουλήν· ἐπίθ. τῶν θεῶν ὅσων τὰ ἀγάλματα ἵσταντο ἐν τῷ βουλευτηρίῳ (Ἑστία βουλαία· ἡ ἐν τῇ βουλῇ ἱδρυμένη Ἁρπ.)· τὴν Ἐστίαν ἐπώμοσε τὴν β. Αἰσχίν. 34. 10, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2 3, 52· ἐπὶ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀντιφῶν 146. 35, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· τῆς Ἀρτέμιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 112, 113· ἐπὶ ἀνθρώπου, θεῶν βουλαῖος, σύμβουλος, συμπάρεδρος αὐτῶν, αὐτόθι 1167· ὁ τύπος βουλίαιος εἶναι πλάσμα τοῦ Fourmont, ἴδε B öckh 1. σ. 95.
Middle Liddell
βουλή
of the council: βουλαία, a name of Vesta, as having a statue in the Senate House, Aeschin.