βουστροφηδόν

English (LSJ)

Adv. turning like oxen in ploughing; of writing from left to right and right to left alternately, Euph. ap. Harp. ὁ κάτωθεν νόμος, Paus.5.17.6, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. dando la vuelta como los bueyes al arar dicho de la escritura que alterna de izquierda a derecha y de derecha a izquierda, Euph.6, Did.CP 19 (p.313), Paus.5.17.6, Hsch., Sch.D.T.183.21.

German (Pape)

[Seite 459] nach der Art, wie die Ochsen beim Pflügen sich wenden, von der ältesten Art griechischer Schrift, in der abwechselnd eine Reihe von der Rechten zur Linken geschrieben wurde, Paus. 5, 17, 6. S. die sigeische Inschrift u. andere, Böckh's Inscr. 1. 3. 27. 43.

Russian (Dvoretsky)

βουστροφηδόν: adv. подобно волам, проводящим одну борозду за другой, т. е. попеременно то слева направо, то справа налево (как написаны древнейшие греч. документы).

Greek (Liddell-Scott)

βουστροφηδόν: ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον, καθ’ ὃν στρέφονται οἱ βόες κατὰ τὴν ἄροσιν· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἀρχαιοτάτου τρόπου τῆς ἑλλ. γραφῆς, ἥτις ἐφέρετο ἐξ ἀριστερῶν πρὸς δεξιὰ καὶ ἐκ δεξιῶν πρὸς ἀριστερά· οὕτω τοῦ Σόλωνος οἱ νόμοι ἦσαν γεγραμμένοι καὶ πολλαὶ ἄλλαι ἐπιγραφαί, πρβλ. Παυσ. 5. 17, 6.

Greek Monolingual

βουστροφηδόν επίρρ. (Α)
(για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν, κυματηδόν, σωρηδόν κ.ά.)].

Mantoulidis Etymological

(=κατά τόν τρόπο πού στρέφονται τά βόδια, ὅταν ὀργώνουν. Ἀρχαιότερος τρόπος ἑλλην. γραφῆς, πού πήγαινε ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά καί ἀπό τά δεξιά πρός τ' ἀριστερά). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις βοῦς + στροφή.