βούστροφος
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
βούστροφον,
A ploughed by oxen, Lyc.1438; but,
II parox. βουστρόφος, ον, ox-guiding, δεσμά AP6.104 (Phil.); ox-tormenting, μύωψ ib.95 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ον
arado por bueyes ἐν μεταφρένοισι βουστρόφοις χθονός Lyc.1438.
Greek (Liddell-Scott)
βούστροφος: -ον, ὑπὸ βοῶν ἠροτριωμένη, Λυκόφρ. 1438· ἀλλά, ΙΙ. παροξ. βουστρόφος, ον, ὁ τοὺς βοῦς ὁδηγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 104· ὡς οὐσιαστ., βούκεντρον, αὐτόθι 95.
German (Pape)
von Rindern umgewendet, gepflügt, Lycophr. 1438.