βοόγληνος

English (LSJ)

βοόγληνον, ox-eyed, Nonn. D.7.260. δμητήρ, -ῆρος, ὁ, (δαμάω) slaying oxen, λέοντε Q.S. 1.524, cf. 587.

Spanish (DGE)

-ον
de pupila grande como la de un buey βλέφαρα Nonn.D.7.260, cf. Par.Eu.Io.9.23.

German (Pape)

[Seite 453] Nonn. D. 7, 260 u. öfter, = βοῶπις.

Greek (Liddell-Scott)

βοόγληνος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμούς βοός, Νόνν. Δ. 7. 260.

Greek Monolingual

βοόγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάτια, σαν του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -γληνος < γλήνη, η «κόρη του ματιού» (πρβλ. μελίγληνος, πυρίγληνος κ.ά.)].