μελίγληνος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐγληνος Medium diacritics: μελίγληνος Low diacritics: μελίγληνος Capitals: ΜΕΛΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: melíglēnos Transliteration B: meliglēnos Transliteration C: meliglinos Beta Code: meli/glhnos

English (LSJ)

μελίγληνον, soft-eyed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 122] süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφθαλμος.

Greek (Liddell-Scott)

μελίγληνος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «ἡδυόφθαλμος», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρίγληνος].