βούα

Greek (Liddell-Scott)

βούα: ἡ, = ἀγέλη παίδων, καὶ βουαγόρ, ὁ, = ἀγελάρχης, λέξεις Λακεδ. παρ’ Ἡσύχ.· βουαγὸς ἀπαντᾷ εἰς πολλὰς Λακων. ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1241, 1245, 1251 κ. ἀλλ.· γραφόμενον ὡσαύτως βοαγός, 1350, 1370, 1453· ἴδε B öckh 1. σ. 612.

Spanish (DGE)

v. βουσόα.

Greek Monolingual

βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].