το (Μ βούλλωμα)η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδαςνεοελλ.1. το σκέπασμα, το πώμα2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο3. η κάλυψη οπής.[ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.].