βούρδουλας

Greek Monolingual

ο
1. μαστίγιο
2. άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βούρδουλας < βούρδολος < βούρδορος < αρχ. βουδόρος «αυτός που γδέρνει βόδια
ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών». Κατ' άλλη άποψη, βούρδουλας < ουσ. βούρδουλο «βούρδουλας», άγνωστης ετυμολ.].