βρακί
Greek Monolingual
το (Μ βρακίον και βρακίν) [[[βράκα]] (Ι)]
αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα
νεοελλ.
Ι. φρ. 1) «τά' κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» — φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά
2) «αυτοί οι δυο είναι κόλος και βρακί» — είναι αχώριστοι
3) «δεν έχει δεύτερο βρακί» — είναι πολύ φτωχός
4) «την πήρε χωρίς βρακί» ή «την παντρεύτηκε χωρίς βρακί» ή «την πήρε με το βρακί της» — χωρίς προίκα
5) «τον έχει βάλει μέσ' στο βρακί της» — του επιβάλλει πλήρως τη θέλησή της
6) «τα κατέβασε τα βρακιά του» — έκανε αθέμιτες παραχωρήσεις
II. βράκα ή παντελόνι
1. φρ. α) «δεν έχει βρακί να φορέσει» — είναι πάμπτωχος
β) «δεν ξέρει να δέσει το βρακί του» — είναι εντελώς αδαής
γ) «πούλησε και το βρακί του» — έπαθε οικονομική καταστροφή
2. παροιμ. «ξεβράκωτος βρακί έβαλε κι όλη την ώρα το 'δειχνε» — για νεόπλουτο που καμαρώνει.