βραχνάδα

Greek Monolingual

και βράχνα, η
τραχύτητα, αλλοίωση της διαύγειας της φωνής, η οποία προέρχεται από ψύξη ή άλλη πάθηση των φωνητικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βραχνάδα < βραχνός
βράχνα < βραχνιάζω].