και βράχνα, ητραχύτητα, αλλοίωση της διαύγειας της φωνής, η οποία προέρχεται από ψύξη ή άλλη πάθηση των φωνητικών οργάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. βραχνάδα < βραχνόςβράχνα < βραχνιάζω].