ὁ, (βρέχω) wetting, rain, AP6.21.3.
-οῦ, ὁlluvia τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν AP 6.21.
[Seite 465] ὁ, Regen, Ep. ad. 176 (VI, 21).
οῦ (ὁ) :pluie.Étymologie: βρέχω.
βροχετός: ὁ дождь Anth.
βροχετός: ὁ, (βρέχω) ὑγρασία, βροχή, Ἀνθ.II. 6. 21.
βροχετός: ὁ (βρέχω), βροχή, υγρασία, σε Καινή Διαθήκη
βρέχωa wetting, rain, Anth.