γενέτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = father, progenitor, γενέτης, πόντος γ. νεφέων ἀνέμων τε Xenoph. 30.5, cf. Hdt.8.137; γ. πατήρ E.Ion136 (lyr.), cf. IG5(1).540 (Lacon.), 14.1565, Arist.Mu.397b21, 399a31; Ἀπόλλων ὁ γ. Id.Fr.489; Ἁδριανῷ γενέτορι IGRom.4.562 (Aezani).

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
• Morfología: [plu. dat. γενετόρεσσι IGDS 206.31 (Entela III a.C.)]
1 creador πόντος γ. νεφέων ἀνέμων τε Xenoph.B 30.5, γ. τῶν ... κατὰ τόνδε τὸν κόσμον συντελουμένων ὁ θεός Arist.Mu.397b21, cf. 399a31, Orác. en D.Chr.37.13, Hymn.Mag.1.5, (Ἥλιος) γ. ἠοῦς Orph.H.8.4.
2 padre, progenitor Ὠαρίων ἁμὸς γ. Corinn.1.3.38, Ποσειδῶν, μητρὸς ἐμῆς Λαμίας γ. Eumel.8.3, en dedicatorias Ἁδριανῷ γενέτορι IGR 4.562 (Ezanos II d.C.), frec. en epitafios IUrb.Rom.1201.10 (II d.C.), IG 5(1).540 (Laconia II/III d.C.)
antepasado τοῦ δὲ Ἀλεξάνδρου ... ἕβδομος γ. Hdt.8.137
plu. ancestros γενέτορας ἐμέθεν δόμων E.Or.986, cf. IGDS l.c.
3 como epít. procreador Φοῖβός μοι γ. πατήρ E.Io 136, de Apolo en Delos ὁ βωμὸς τοῦ γ. Ἀπόλλωνος Arist.Fr.489, cf. Macr.Sat.3.6.2, 3.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 père;
2 aïeul, ancêtre.
Étymologie: cf. lat. genitor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενέτωρ -ορος, ὁ [~ γίγνομαι verwekker, (voor)vader; overdr.. μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε de grote zee is de verwekker van wolken en winden Xenoph. B 30.5.

German (Pape)

ορος, ὁ, = γενετήρ, Eur. Or. 986; ἕβδομος, der siebente Ahne, Her. 8.137; Arist. mund. 6; auch adj., πατήρ Eur. Ion. 136.

Russian (Dvoretsky)

γενέτωρ: ορος adj. m произведший на свет, породивший (πατήρ Eur.).
ορος ὁ
1 родитель, отец Eur., Arst., Plut.;
2 пращур, предок Her.

Greek (Liddell-Scott)

γενέτωρ: -ορος, ὁ, = γενέτης, Ἡρόδ. 8. 137, Εὐρ. Ἴωνι 136, Συλλ. Ἐπιγρ. 1408, 6224, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 4 και 22· Ἀπόλλων ὁ γ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 447· Ἀδριανῷ γενέτορι Συλλ. Ἐπιγρ. 3841. (Πρὸς τὰ γενέτωρ, γενέτειρα, πρβλ. τὰ Λατ. genitor, genitrix, Σανσκρ. ganit âr, ganitî).

Greek Monolingual

γενέτωρ (-ορος), ο (AM)
1. γεννήτωρ, πρόγονος
2. (για τους θεούς) ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-τωρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενέτωρ: -ορος, ὁ = γενέτης, σε Ηρόδ., Ευρ.