γερτός

Greek Monolingual

και γυρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλοςγερτός πεύκος»)
2. σκυφτόςγερτός από τα χρόνια»)
3. ξαπλωμένος
4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος.