γλακώ

Greek Monolingual

(-άω)
1. τρέχω
2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά
3. γυρίζω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ-λιστρώ, γδέρνω < εκ-δέρω, γδύνω < εκ-δύνω κ.λπ.)].