γλωχίν

English (LSJ)

[ῑ] or γλωχίς (cf. Hdn.Gr.2.431, 437), ἡ, gen. ῖνος:—
A projecting point: hence,
1 end of the yoke-strap, Il.24.274.
2 barb of an arrow, S.Tr.681, cf. Sch.adloc., Gal.5.548; point of a penknife, AP6.63 (Damoch.); τριαίνης Nonn. D. 36.111; κεραίας ib. 1.193; of the moon's horns, ib.40.314.
3 Pythagorean name for an angle, Hero*Deff.15.
4 extremity, πυμάτη γ. D.P.184; inlet, θαλάττης γ. Agath.5.22.
5 stigma of saffron, Gp.11.261.

Greek Monolingual

και γλωχίς (-ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, -ῖνος) γλωξ
1. αιχμημό άκρο, μύτη
2. το τριγωνικό άκρο του λουριού της σέλας ή του σαμαριού
νεοελλ.
τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες της καρδιάς)·

Greek Monotonic

γλωχίν: [ῑ] ή γλωχίς, ἡ, γεν. -ῖνος, κάθε προεξέχον σημείο, «μύτη»,
1. η απόληξη του λουριού του ζυγού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η «μύτη», η αιχμή του βέλους, σε Σοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

German (Pape)

und γλωχίς, ῖνος, ἡ, die Spitze; entstanden aus ΓΛΩΧίΝΣ, verwandt γλῶχες, γλῶσσα; Hom. einmal, Il. 24.274 ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν, vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens (vgl. γλῶσσα z. E.); Pfeilspitze, Soph. Tr. 678; σιδήρου Damoch. 2 (VI.63); τριαίνης Nonn. D. 36.111; κεραίης 1.193; öfter bei sp.D.; bei den Pythagoräern nach Hero def. geom., der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde Dion.Per. 184.

Russian (Dvoretsky)

γλωχίν: ῖνος ἡ = γλωχίς.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
any projecting point, hence,
1. the end of the yoke-strap, Il.
2. the point of an arrow, Soph., Anth.

Translations

arrowhead

Western Apache: besh distʼog; Bashkir: башаҡ; Bulgarian: връх на стрела; Chinese Mandarin: 箭頭/箭头,箭鏃/箭镞; Czech: hrot; Danish: pilespids; English: arrowhead, arrow-head; Finnish: nuolenkärki, nuolenpää; German: Pfeilspitze; Ancient Greek: αἰχμή; Hungarian: nyílhegy; Japanese: 鏃, 矢尻; Navajo: béésh astʼogii, kʼaabéésh; Norwegian Bokmål: pilspiss; Nynorsk: pilspiss; Persian: پیکان; Polish: grot; Portuguese: ponta de flecha; Russian: наконечник, остриё; Slovak: hrot; Spanish: punta de flecha; Sundanese: paksi; Swedish: pilspets; Tagalog: palaso; Vietnamese: đầu mũi tên