γομφιάζω

English (LSJ)

A have pain in the back teeth or gnash them, γ. τοὺς ὀδόντας LXX Si.30.10.
2 of the teeth, suffer pain, ib.Ez.18.2.

Spanish (DGE)

tener dentera o rechinar los dientes οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν LXX Ez.18.2, c. ac. de rel. γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου LXX Si.30.10.

German (Pape)

[Seite 500] beim Durchbrechen der Backenzähne (γομφίοι) Schmerz empfinden, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

γομφιάζω: ἔχω πόνους εἰς τοὺς ὀπίσω ὀδόντας (γομφίους) ἢ τρίζω αὐτούς, γ. τοὺς ὀδόντας Ἑβδ. (Σειράχ λ΄, 10). 2) ἐπὶ τῶν ὀδόντων, πονῶ, αὐτόθι (Ἱεζεκ. ιη΄, 2).

Greek Monolingual

γομφιάζω (Α) γομφίος
1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων
2. τρίζω τα δόντια μου
3. πονώ στα δόντια γενικά.