γονικός

English (LSJ)

γονική, γονικόν,
A (γονή 11.1) of the seed, γ. ἔκκρισις Arist.Pr.879b28.
2 ancestral, νόμοι Tim.Lex. s.v. πατρονομούμενοι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I rel. la procreación
1 de los progenitores, ancestral μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.Lex.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν ἔθος SB 6704.14 (VI d.C.)
astrol. de la procreación τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.
2 seminal γ. ἔκκρισις eyaculación Arist.Pr.879b28.
II rel. sus consecuencias jur. recibido en herencia, heredado, paterno οἰκόπεδα PPar.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres, POxy.2418.4 (V/VI d.C.), PMasp.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις PMasp.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς PFlor.294.73 (VI d.C.)
subst. τὰ γονικά propiedad hereditaria, A.Thom.A 61.

German (Pape)

[Seite 501] 1) zur Zeugung gehörig, ἔκκρισις Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.

Russian (Dvoretsky)

γονικός: семенной (ἔκκρισις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γονικός: -ή, -όν, (γονή ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. ἔκκρισις Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) προγονικός, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή και -ιά, -ό (AM γονικός, -ή, -όν) γόνος
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γονή, στο σπέρμα
μσν.- νεοελλ.
ο κληρονομικός
II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) μσν.-νεοελλ.
1. το πατρικό σπίτι
2. η πατρική περιουσία
III. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) (μσν.- νεοελλ.)
1. οι γονείς
2. η οικογένεια, οι συγγενείς
3. η οικογενειακή καταγωγή
4. οι πρόγονοι.