γοργόνα

Greek Monolingual

η
1. θαλάσσιος δαίμονας με σώμα γυναίκας ώς τη μέση και στη συνέχεια με σώμα ψαριού που έχει μία ή δύο ουρές
2. γυναίκα ωραία και χαριτωμένη
3. μεγαλόσωμη, δύστροπη γυναίκα
4. ακρόπρωρο καραβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γοργώ, δηλωνόταν ένα τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Από τον Ησίοδο όμως, που ο μύθος της Γοργούς άλλαξε και αντί ενός έγιναν τρία τέρατα με μορφή γυναίκας, σχηματίστηκε πληθ. Γοργόνες, έπειτα δε αιτ. ενικού Γοργόνα και ονομαστ. Γοργών, απ' όπου και το νεοελλ. γοργόνα].