γραφομανής

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει τη μανία να γράφει συνεχώς και μάλιστα για ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω + -μανής < (θ.) μαν-, μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, θεομανής). Η λ. γραφομανείς πληθ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα Άστυ].