γυάλινος

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM υάλινος, -η, -ον)
κατασκευασμένος από γυαλί.
(II)
και γιουλιανός, ο
ο Ιούλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλινός < γυαλίζω. Το επίθετο αυτό και το επίθ. γυαλιστής χαρακτηρίζουν τον μήνα Ιούλιο, επειδή «γυαλίζει», ωριμάζει τα σταφύλια. Ο τ. γιουλιανός πιθ. με συμφυρμό τών γυαλινός και Ιούλιος].