γυπιάς
English (LSJ)
γυπιάδος, ἡ, vulture-haunted, πέτρα A.Supp.796(lyr.).
Spanish (DGE)
(γῡπιάς) -άδος frecuentado por buitres γ. πέτρα A.Supp.796.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
habité par les vautours.
Étymologie: γύψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυπιάς -άδος [γύψ] als adj. f. vol gieren.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
γῡπιάς: άδος adj. f обитаемый коршунами (πέτρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
γῠπιάς: -άδος, ἡ, ὑπὸ γυπῶν οἰκουμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 796.
Greek Monolingual
γυπιάς (-άδος), η (Α)
βράχος που κατοικείται από γύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) -ιαδ- (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)].