γύμνια

Greek Monolingual

και γύμνια και γδύμνια, η
1. το να είναι κάποιος γυμνός
2. φτώχεια
3. έλλειψη δένδρων
4. λεηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός. Ο τ. γδύμνια < γύμνια, με επίδραση του γδύνω].