δέσμωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, bond, fetter, A.Pers.745, S.Fr.29 (both pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cadena, grillete Ἑλλήσποντον ἱρὸν δοῦλον ὣς δεσμώμασιν ... σχήσειν A.Pers.745, cf. S.Fr.29.

German (Pape)

[Seite 551] τό, die Fessel, Aesch. Pers. 731; Soph. frg. 27.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέσμωμα -ατος, τό [δεσμός] boei, keten.

Greek Monolingual

το (AM δέσμωμα)
νεοελλ.
το φυτό δεσμόδιο
αρχ.
πληθ. τα δεσμώματα
τα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.

Greek Monotonic

δέσμωμα: -ατος, τό, δεσμός, δεσμά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δέσμωμα: τό, = δεσμός, δεσμά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 745, Σοφ. Ἀποσπ. 27, κατὰ πληθ.

Middle Liddell

[from δεσμόω
a bond, fetter, Aesch.