δεσμόω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
German (Pape)
[Seite 551] binden, fesseln, Sp., bes. ins Gefängniß werfen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lier ; emprisonner.
Étymologie: δεσμός.
Russian (Dvoretsky)
δεσμόω: заключать в оковы (δουλεύεσθαι καὶ δεσμοῦσθαι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δεσμόω: δεσμεύω, βάλλω εἰς τὰ δεσμά, μεταγεν.
Spanish (DGE)
encadenar, aprisionar εἰς φυλακὴν δεσμώσας (αὐτόν) A.Matt.14 (p.234.1)
•fig., en v. pas. ἐπὶ μηδενὶ τοῦ κόσμου τούτου δεσμούμεναι no dejándose atar a ninguna cosa de este mundo Mac.Aeg.Serm.B 31.1.6.
Greek Monotonic
δεσμόω: μέλ. -ώσω = δεσμεύω.