(-άω)σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -λογώ < -λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)].