δροσολογώ
From LSJ
ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)
1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω
2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)
3. δροσολογούμαι
αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.