δαμασίχθων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, earth-subduer, epithet of Poseidon, B.15.19.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίχθων) -ονος, ὁ
que somete la tierra, dominador de la tierra epít. de Posidón, Simon.14.77.7, B.16.19.

Greek (Liddell-Scott)

δαμασίχθων: -ον, ὁ τὴν γῆν δαμάζων, καθυποτάσσων δαμασίχθονι μέλλε κόρᾳ Βακχυλ. 15. 19 (Blass).

Greek Monolingual

δαμασίχθων, ο (Α)
(επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που δαμάζει ή τιθασεύει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + χθων (-ονός) «γη». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμασίχθων -ον [δαμάζω, χθών] de aarde onderwerpend.