δαξασμός

English (LSJ)

ὁ, = ὀδαγμός, ὀδαξησμός, Ti.Locr.103a.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
picor agudo, prurito Ti.Locr.103a (var., cf. ὀδαξ-).
• Etimología: Formación secundaria en -σμός, sobre δάξ q.u.

German (Pape)

[Seite 522] ὁ, das Jucken, Tim. Locr. 103 b.

Russian (Dvoretsky)

δαξασμός:сильный зуд Plat.

Greek (Liddell-Scott)

δαξασμός: ὁ, = ὀδαγμός, ὀδαξησμός, Τίμ. Λοκρ. 103Α.

Greek Monolingual

δαξασμός, ο (Α)
ερεθισμός, τσούξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)].