δείνωση
Greek Monolingual
η (Α δείνωσις) δεινώ
(ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση
αρχ.
1. αγανάκτηση
2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών.
η (Α δείνωσις) δεινώ
(ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση
αρχ.
1. αγανάκτηση
2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών.