αγρίεμα

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

το αγριεύω
1. άγρια έκφραση του προσώπου, βλοσυρότητα
2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια της μανίας
3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός
4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως στο σκοτάδι, στην ερημιά κ.α.
5. (για καιρικές συνθήκες) χειροτέρευση, επιδείνωση.