δεινότητα
Greek Monolingual
η (AM δεινότης) δεινός
1. η ιδιότητα του δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας»)
2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η δεινότητα του ομιλητή» β. «ῥητόρων δεινότητας» — τις φοβερές, βλαβερές ικανότητες τών ρητόρων γ. «τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι;» — τί ωφέλησε την πατρίδα η δεινή σου ικανότητα)
αρχ.
1. (για νόμους) αυστηρότητα, ακαμψία
2. (ρητορ.) ένταση, βιαιότητα.