δεκαημερία

Greek Monolingual

και δεκαμερία, η
1. χρονικό διάστημα δέκα ημερών
2. αμοιβή εργασίας δέκα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις)].