δεκαήμερος

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες
2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών
3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμερον
τίτλος έργου του Βοκκάκιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].