δεμάτι

Greek Monolingual

και δεμάτιο, το (AM δεμάτιον, Μ και δεμάτιν)
δέμα, δέσμη κυρίως από κλαδιά, στάχυα ή άχυρα, μικρό δέμα
νεοελλ.
1. οικογένεια σαπρόφυτων μυκήτων
2. ομάδα από μυϊκές ή νευρικές ίνες, παράλληλα και πυκνά συνταγμένες
3. (παροιμία) «και συ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι»
α) στη δυστροπία σου θα αντιτάξω τη δική μου
β) δεινά επιφυλάσσει η τύχη τόσο σε σένα όσο και σε μένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δέμα.