δημοδιδάσκαλος

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, Volkslehrer, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

δημοδιδάσκαλος: ὁ, δημόσιος διδάσκαλος, ἱεροκήρυξ, Ἐκκλ., Συνέσ. 1553Β (Migne).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maestro del pueblo peyor. demagogo Synes.Ep.154.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δημοδιδασκάλισσα, η) (Α δημοδιδάσκαλος, ο)
ο δάσκαλος της δημοτικής εκπαιδεύσεως, ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση
αρχ.
ο ιεροκήρυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. δημοδιδάσκαλος και δημοδιδασκάλισσα μαρτυρούνται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833)].