δημοχαρής

English (LSJ)

δημοχαρές, pleasing the people, popular, Paul.Al.N.2.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. grato al pueblo διὰ τίνας αἰτίας δημο[χ] α[ρῆ] ὄντ' αὐτὸν πάτ[ριο] ν ἂν ἠ[γό] ρε[υ] εν Ἐπίκουρος; Phld.Epicur.Tract.16.2, καὶ δημοχαρεῖς καὶ περιωνύμους ἀποδείκνυσιν Paul.Al.67.3
de anim. que gusta a la gente ἵπποι ICil.49B.6 (III/IV d.C.).
2 que busca el favor del pueblo ἄνθρωποι Ephr.Syr.3.450D, ὁ δὲ τῆς κενοδοξίας πλάνος δ. Nil.M.79.1121C.

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk erseeuend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰρής: -ές, ὁ ἀρέσκων εἰς τὸν λαόν, δημοτικός· μεταγεν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 486.

Greek Monolingual

δημοχαρής, -ές (Α)
λαοφιλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -χαρής < χάρος (το) < (θ.) χαρ- του χαίρω (πρβλ. και επιχαρής, περιχαρής)].