(I)το διατείνω1. διάταση, τέντωμα2. ναυτ. διάταμα ή «διάταση σχοινιού» — εργασία κατά την οποία τα σχοινιά που δεν χρησιμοποιούνται πια τεντώνονται κατάλληλα, ώστε να έχουν σταθερό μήκος.(II)τοδιάταγμα, νουθεσία, συμβουλή.