διαιώνιση
Greek Monolingual
η και διαιωνισμός, ο
1. η διάρκεια επ' άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες
2. η διαρκής αναβολή της επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή της λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ' άπειρον
3. φρ. «η διαιώνιση του είδους» — η απόκτηση απογόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαιώνισις μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Ν. Κωστή
ο τ. διαιωνισμός μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].