διακίνηση

Greek Monolingual

η (Α διακίνησις)
νεοελλ.
1. παραλαβή, μεταφορά και διανομή εμπορευμάτων, επιβατών κ.λπ.
2. το τελευταίο στάδιο της πρόφασης, της πρώτης φάσης της μειωτικής διαίρεσης του κυττάρου
αρχ.
1. περίπατος αναψυχής
2. εξάρθρωση.